πέδιλον

πέδιλον
πέδῑλον , πέδιλον
sandals
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Фрагмипедиум — ? Фрагмипедиум …   Википедия

  • TZANCAE — sive ZANCAE, genus calceamentorum, quibus Imperatores Graeci usi sunt; Campagi Latinis, cultu, pretiô, coloreque ab aliorum distincti. Habebant ad latus, secundum suras et in tatsis, aquilas ex lapillis et margaritis, iisque usi sunt Imperatores… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αδαμαντοπέδιλος — ἀδαμαντοπέδιλος, ον (Α) αυτός που στηρίζεται σε αδαμάντινη, σε ατσαλένια (δηλαδή σταθερή) βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδάμας + πέδιλον] …   Dictionary of Greek

  • ευπέδιλος — εὐπέδιλος, ον (Α) (ποιητ. επίθ. τής Ίριδος) αυτός που έχει ωραία πέδιλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πέδιλον] …   Dictionary of Greek

  • ευρυπέδιλος — εὐρυπέδιλος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει πλατιά πέδιλα («κοθόρνους τε τῶν τραγικῶν καὶ εὐρυπεδίλους») 2. συνεκδ. φρ. «εὐρυπέδιλος ὁπλή» πλατιά οπλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. καλλι πέδιλος, χρυσο πέδιλος) …   Dictionary of Greek

  • καλλιπέδιλος — καλλιπέδιλος, ον (Α) αυτός που φορά ωραία πέδιλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πέδιλος (< πέδιλον), πρβλ. αβρο πέδιλος, χρυσο πέδιλος] …   Dictionary of Greek

  • καλοπέδιλα — καλοπέδιλα, τὰ (Α) ξύλινα πέδιλα, πιθ. κομμάτια ξύλα που έδεναν στα πόδια τής αγελάδας κατά την ώρα τού αρμέγματος, για να μένει ακίνητη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κᾶλον, τὸ «ξύλο» + πέδιλα, πληθ. τού πέδιλον, τὸ] …   Dictionary of Greek

  • καταπεδιλώ — καταπεδιλῶ, όω (Μ) καλύπτω, περιβάλλω με πέδιλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πεδιλῶ (< πέδιλον), τ. που μαρτυρείται μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …   Dictionary of Greek

  • μελαμπέδιλος — μελαμπέδιλος, ον (Μ) αυτός που φορά μαύρα σανδάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πέδιλον (πρβλ. καλλο πέδιλος, χρυσο πέδιλος)] …   Dictionary of Greek

  • μονοπέδιλος — η, ο (Α μονοπέδιλος, ον) αυτός που φορά μόνο ένα πέδιλο, μονοσάνδαλος («κι ευρέθην μονοπέδιλος την ώραν οπού είχε γίνει άφαντον το ζώον», Παπαδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + πέδιλον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”